- δυάρα
- και διάρα, η και δυάρι [δύο]1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα τού ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί τής τράπουλας με τον αριθμό δύο3. στον πληθ. δυάρεςστα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο4. φρ. α) «δεν δίνω δυάρα» — αδιαφορώ τελείωςβ) «δεν αξίζει δυάρα» — είναι ανάξιος λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.